Μάριος Χατζηπροκοπίου
Εκεί που μας μιλούσε από το γραφείο της –μένουμε σε λιγότερο από 200 μέτρα απόσταση, μα έχουμε να βρεθούμε (από κοντά) δυο μήνες– η οθόνη ξαφνικά πρασίνισε, ύστερα εξερράγη σε μικρά-μικρά κομμάτια, ύστερα τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν –με ένα τρέμουλο μηχανικά επαναλαμβανόμενο, είχε κολλήσει η βελόνα – ύστερα πάγωσαν για μια στιγμή (εκεί η φωνή που είχε ήδη ραγίσει έσβησε εντελώς), μετά η κίνηση επανήλθε, επέστρεφαν σιγά-σιγά και οι λέξεις, σπασμωδικές, τεμαχισμένες, το γενικό το έπιανες, αλλά η ίδια (!) είχε μεταμορφωθεί σε ζόμπι, φαινόταν μόνο το αρνητικό της εικόνας, σαν να τη φώτιζε κάποιο ύποπτο ρεντ λάιτ –μάλλον θα ανέλυε τον Φουκώ από κάποιο κρούιζιγκ μπαρ, όμως δεν είχαν κλείσει; Αυτά, όσο στην οθόνη δέσποζε η καθηγήτρια. Γιατί συχνά, όσο και αν αντικαθιστούσα διαρκώς την «προβολή πλέγματος» με «προβολή ομιλητή» (πλέγμα κανονικό; αιωρούμενο; μού είναι ασαφές ακόμη), οι τέσσερις από τις ομιλήτριες –δυο στην Αθήνα, μια στην Κρήτη, μια στη Νότια Αμερική – άλλαζαν θέση διαρκώς σαν τραπουλόχαρτα, κάποτε μια μεγεθυνόταν εκτοπίζοντας τις άλλες και ύστερα άντε πάλι να μικραίνει, να ανασυναρμολογούνται τα παράθυρα, μέχρι που ήρθε η σειρά μου να μιλήσω: εκεί το πλέγμα πάγωσε, η οθόνη γέμισε με βρικολακιασμένο φόντο και μια από τις τέσσερις (ποια απ’ όλες;) με κάρφωνε με φωσφορικά μάτια βαμπίρ.
Όσο μονολογούσα, τόσο βράχνιαζα. Και παύσεις κάθε τόσο, να τις ρωτήσω αν με ακούν, αν είναι εκεί (πού;). Ένιωθα τη φωνή μου να αλλάζει, να παίρνει πόζες σαν για ηχογράφηση, να σκέφτεται πώς είναι πιο άνετο να τοποθετηθεί, να μη θυμάται πότε χρειάζεται ανάσα, λαρύγγι καταπίνει το λαρύγγι, να μην την αναγνωρίζω για φωνή μου.
[ και εντωμεταξύ: προσκλήσεις για τηλε-πρόβες τζενεράλε, επικείμενες ονλάιν πρεμιέρες, διαδικτυακές συνομιλίες για καίρια ζητήματα, φεϊσμπουκικές προκλήσεις για τη λίστα με τους δέκα πιο σημαδιακούς δίσκους της εφηβείας σου, για τις δέκα ταινίες που σου άλλαξαν τη ζωή, για τα τρία πιο σημαντικά βιβλία που μετέφρασες, για ίχνη σε ημερολόγια καραντίνας… ]
[ και εντωμεταξύ: βρε κάνε σαν να μη συμβαίνει τίποτα, τι από κοντά, τι ονλάιν, η δουλειά να γίνεται, δούλεψε, δούλεψε, τηλε-τηλε-οργανώσου, μείνε παρών, δραστήριος, μην τυχόν σε ξεχάσουν, τηλε-τηλε-πάραξε, τηλε-τηλε-διαχύσου, τηλε-τηλε-δίδαξε, τηλε-τηλε-μαθήτευσε, τι κάμερες και σε δεκάχρονα, η δουλειά να φεύγει, τα μέτρα αίρονται, την τελευταία Κυριακή οι τίμιοι μαγαζάτορες ετοιμάζονται να υποδεχτούν την πελατεία, να μην χάσουμε ό,τι κερδίσαμε, ανοίξαμε σας περιμένουμε, αίρονται οι αμαρτίες του κόσμου, επέστρεψαν και τα αυτοκίνητα δριμύτερα, ο δρόμος έξω από την ισόγεια κάμαρη άρχισε πάλι να μουγκρίζει, χειρότερα από πριν, μοιάζει όλοι να θέλουν να επιστρέψουν με σάλτο στο πριν, δίχως να βρέξουνε τα πόδια στο ενδιάμεσο, η μνήμη βαρυστόμαχη, το πένθος ασύμφορο, βίρα τα αναλγητικά, βίρα τους μπάτσους να φροντίζουν την υγειά μας, βίρα τους ελέγχους («από πού είσαι;», του γαύγισαν προχτές, Κύπριος αυτός, σταρένιο δέρμα, μάτια φαγιούμ, «Έλληνας είσαι;», «τι κάνεις εδώ;), βίρα τα δακρυγόνα στην Κυψέλη και τις αντισηπτικές γκλομπιές, βίρα τα ρεπορτάζ της ΕΡΤ στο πάλλευκο Παγκράτι, όρτσα τα πανιά, μισή αμμουδιά μη μείνει έρημη δίχως ξαπλώστρα, αρχές Ιούλη Παναγιά μου Παραπορτιανή φέρε τουρίστες, απύρετοι να ‘ναι και κιμπάριδες. ]
Και πριν, για λίγο: η αίσθηση πως, έστω για λίγο, είχε καμφθεί αυτή η ασταμάτητη ανάγκη για καταγραφή, για ίχνος, για δραστηριότητα, για έργο, για «βιβλίο των ημερών»: η διαρκής προτζεκτοποίηση της ζωής. Η ζωή ως επικαιρότητα, από το ένα στο άλλο, σταθμός Α, μέσον Β, στόχος Γ, από τη μια στην άλλη (τι έχετε να πείτε για αυτό που συμβαίνει τώρα;), η ζωή ως μηχανή, η ζωή ως δήλωση.
«Μικρή ήθελα να πάω φυλακή για να νιώθω ελεύθερη. Και έψαχνα να βρω τι έγκλημα θα κάνω. Ή να κλειστώ σε μοναστήρι», λέει μια φίλη που τελικά δεν έγινε καλόγρια ή δεσμώτης, αλλά ποιήτρια και κολυμβήτρια. Και συμφωνώ: το σώμα μου, διαβρωμένο από τις συνεχείς μετακινήσεις, τσακισμένο από την αδυσώπητη ελευθερία, βρήκε μια απρόσμενη απόλαυση σε αυτό τον αναγκαστικό περιορισμό. Στην επιβράδυνση. Η αναπνοή επανέρχεται, η φωνή επιτέλους αναβλύζει, αναβλύζει το άσκοπο. Η πόλη ανακαλύπτεται εκ νέου, είναι Απρίλης, διασχίζουμε τους λόφους, παπαρούνες, τα Τουρκοβούνια, ο Αρδηττός, ο Φιλοπάππου, η Αθήνα είναι η πόλη με τους λόφους, «τα παιδάκια που παίζουν», «έρμα είν’ τα μάτια που καλείς/ χρυσέ», «στο ανοιξιάτικο δείλι», είναι παντού ανθισμένα, «ζωής αέρα», «ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη/
ο ήλιος
θάνατος μεσα στους θανάτους», συμπληρώνει ο ποιητής.
Να μην ξεχνιόμαστε.
*Σημειώσεις: ο στίχος «έρμα είν’ τα μάτια που καλείς/ χρυσέ ζωής αέρα» είναι του Διονυσίου Σολωμού. Οι στίχοι «τα παιδάκια που παίζουν στ’ανοιξιάτικο δείλι» και «ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη/ ο ήλιος, θάνατος μεσα στους θανάτους» είναι του Κώστα Καρυωτάκη.
Μάριος Χατζηπροκοπίου
Ποιητής και ερευνητής
Ελλάδα