Menelaos Prokos



(for Greek scroll down)

It is very strange, being outside, right in the heart of the city, yet not being able to hear the slightest of sounds. It’s unnatural. One of the main complaints coming from people living in rural areas regarding cities is that they are constantly noisy. On the flip side, one of the things city people love is the constant presence of sounds. The fact that the city never sleeps.

And now… you find yourself outside, in an overpopulated neighbourhood, flooded with tall buildings… and you don’t see a single soul. You don’t hear a peep. I find myself standing in the middle of this, under normal circumstances, very busy street and I’m waiting. I’m waiting for anyone to go by. A car. A pedestrian. To hear a group of friends laughing. Nothing. For a long time. 

At some point a delivery guy interrupts the silence with his motorcycle. I feel very thankful for him. The silence was heavy and stressful. This nothingness is drowning me. When you can hear absolutely nothing, even your breath becomes louder. I’m talking to my dog and I feel my voice resonating in the entire neighbourhood. It stresses me out. I get the feeling that I’m disturbing everyone, simply because there are no sounds to overpower the bass of my voice. I don’t know how to handle the feeling of my voice bothering people.. Especially when there are no people to be bothered. Sing like no-one is listening, as we say. And indeed, no-one is listening. But when it comes down to it, this is not what’s normal. Damn no, what’s normal is for someone to actually listen. 

Damn it, brain, don’t start now. It’s 6am and you’re acting like those stupid memes with the brain that keeps asking if you’re awake. “Menelaos, with all this that you’re saying, it sounds like you don’t really like yourself all that much and you cannot be by yourself. You need to be able to enjoy your solitude.” And blah blah blah… I enjoy my solitude just fine and usually I prefer it. But when it’s my choice. Looking for people and movement around me and not being able to find it is a far from ideal situation for me!

Ι remember a birthday many years back. “Write down ten wishes, and I’ll try to make them happen.”. One of those wishes was for me to be taken to an outdoor location where I will not be able to see a single thing, nor will my eyes adapt to the darkness. No city lights, no stars, no reflections, absolutely nothing! Complete darkness that is not disturbed by even the tiniest of light beams at any given moment. Needless to say, this was one of the wishes that didn’t come true. It wasn’t easy, but it remains a goal of mine. This wish focused entirely on absence of any visual stimulus, but I now realise that in this way, audio stimuli would also be absent. Either entirely, or at least for the most part. And this very moment I am experiencing the second part of this audiovisual isolation. It’s remarkable!

I’m walking down the paved, dark alley and my footsteps are heavier than ever. No, I’m lying. They have the same intensity they always did. But they sound terrifying. Menacing. The kind of footsteps you wouldn’t want to hear behind you when walking down a dark alley at night. 

I don’t know, maybe it’s my mood that isn’t at its best these last few days. Maybe it is taking all these sounds and adding a very dire element to them before they reach my ears. I received a message the other day “You, being so sociable, must be finding this quarantine quite difficult”. I am. The inability to socialize is my darkness. At first I enjoyed it. My work requires me to interact with a great deal of people, often obligatorily, without my actually wanting to. So being able to shut myself off at home and not see a single human being was a blessing to me. But now I miss it. I need to jump in my car and drive towards anywhere to relax. To go see someone, anyone. To give a hug, to say a couple of stupid things and to share a couple of drinks.

Alright folks. It’s time to get out of this quarantine already…


photo: Menelaos Prokos

Η σιωπή είναι εκκωφαντική 

Είναι περίεργο να βρίσκεσαι έξω, στην καρδιά της πόλης, και να μην ακούγεται ο παραμικρός ήχος. Είναι αφύσικο. Ένα από τα κυριότερα παράπονα ανθρώπων της επαρχίας όσον αφορά τις πόλεις είναι ότι έχουν συνέχεια πολύ θόρυβο. Στην άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, ένα από τα κυριότερα πράγματα που απολαμβάνει κάποιος που μένει στην πόλη είναι αυτοί οι συνεχείς θόρυβοι. Ότι η πόλη δεν κοιμάται ποτέ.

Και τώρα... βρίσκεσαι έξω, σε μια πυκνοκατοικημένη γειτονιά,  πλημμυρισμένη από πολυκατοικίες... και δεν βλέπεις άνθρωπο. Δεν ακούς κιχ. Στέκομαι στη μέση αυτού του, υπό νορμάλ συνθήκες, πολυσύχναστου κάθε στιγμή του 24ώρου, δρόμου, και περιμένω. Περιμένω να περάσει κάποιος. Ένα αμάξι. Ένας πεζός. Να ακουστεί μια παρέα να γελάει. Τίποτα. Για ώρα πολλή. 

Κάποια στιγμή σπάει τη σιωπή ένας ντελιβεράς με το μηχανάκι του. Ευτυχώς που ήταν κι αυτός. Ήταν βαριά κι αγχωτική η σιωπή. Αυτό το τίποτα νιωθεις να σε πνιγεί. Όταν δεν ακούγεται τίποτα, ακόμα και η ανάσα γίνεται πιο δυνατή. Μιλάω στον σκύλο μου και νιώθω τη φωνή μου να αντηχεί σε όλη τη γειτονιά. Με αγχώνει. Νιώθω ότι ενοχλώ, μιας και δεν υπάρχει κανένας θόρυβος να κρύψει το μπάσο της φωνής μου. Δεν ξέρω πώς να διαχειριστώ την αίσθηση του να νιώθω ότι ενοχλεί η φωνή μου. Ειδικά όταν δεν υπάρχει κανένας για να ενοχλήσει. Sing like no one is listening λέμε. Και όντως, no one is listening. Αλλά τελικά δεν είναι αυτό το φυσιολογικό. Όχι ρε γαμώτο, το φυσιολογικό είναι να σε ακούει κάποιος. 

Αχ, μυαλό, μην αρχίζεις τώρα. Είναι 6 το πρωί και κάνεις σαν αυτά τα πανηλίθια memes με τον εγκέφαλο που ρωτάει αν κοιμάσαι. «Μενέλαε, με όλα αυτά που λες, σαν να φαίνεται ότι δεν πολυγουστάρεις τον εαυτό σου και δεν μπορείς να μείνεις με την πάρτη σου. Πρέπει να μπορείς να απολαμβάνεις τη μοναξιά σου” και μπλα μπλα μπλα… Μια χαρά απολαμβάνω τη μοναξιά μου και συνήθως την προτιμώ κιόλας. Αλλά όταν είναι επιλογή μου. Όχι να αποζητώ ανθρώπους και κίνηση γύρω μου, και να μην μπορώ να τα βρω!

Θυμήθηκα κάποια γενέθλια κάποτε. “Γράψε δέκα ευχές, και θα προσπαθήσω να τις πραγματοποιήσω”. Μία από αυτές ήταν να βρεθώ σε κάποιον εξωτερικό χώρο στον οποίο δεν θα βλέπω απολύτως τίποτα, δεν θα μπορεί καν να συνηθίσει το μάτι. Ούτε φώτα οικισμών, ούτε άστρα, ούτε αντανακλάσεις, ούτε τίποτα! Απόλυτο σκοτάδι που δεν διαταράσσεται από το παραμικρό ίχνος φωτός σε καμία στιγμή. Φυσικά, ήταν μία από τις ευχές που δεν πραγματοποιήθηκαν. Δεν είναι εύκολο, αλλά συνεχίζω να το έχω σαν στόχο. Αυτή η ευχή εστίαζε καθαρά στην απουσία κάθε μορφής οπτικού ερεθίσματος, αλλά τώρα συνειδητοποιώ ότι με αυτό τον τρόπο, θα απουσίαζαν σε μεγάλο βαθμό -εάν όχι εξ ολοκλήρου- και τα ακουστικά ερεθίσματα. Και μόλις έζησα αυτό το δεύτερο κομμάτι μιας τέτοιας οπτικοακουστικής απομόνωσης. Είναι συγκλονιστικό!

Περπατάω στον πεζόδρομο και τα βήματα μου είναι πιο βαριά από ποτέ. Ψέματα. Την ίδια δύναμη που είχαν πάντα έχουν και τώρα. Αλλά ακούγονται τρομακτικά. Απειλητικά. Το είδος βηματισμού που δεν θα ήθελες να ακούς πίσω σου όταν περπατάς σε σκοτεινούς πεζόδρομους το βράδυ. 

Δεν ξέρω, μπορεί και να φταίει η ψυχολογία μου που δεν είναι και στα πολύ καλά της τις τελευταίες μέρες. Ίσως να παίρνει αυτούς τους ήχους και τους προσδίδει κάτι το σκοτεινό πρώτου φτάσουν στ’ αυτιά μου. Έλαβα ένα μήνυμα τις προάλλες “Πρέπει για σένα που είσαι τόσο κοινωνικός να είναι πάρα πολύ ζόρικη αυτή η απομόνωση.” Είναι. Η έλλειψη κοινωνικοποίησης είναι το σκοτάδι μου. Στην αρχή το απολάμβανα. Η δουλειά μου απαιτεί πληθώρα διαστάσεων με κόσμο, πολλές φορές υποχρεωτικά, χωρίς καν να το θέλω. Οπότε το να μπορώ να κλειστώ στο σπίτι και να μην βλέπω άνθρωπο το αντιμετώπιζα σαν δώρο. Αλλά πλέον μου λείπει. Χρειάζομαι να πάρω το αμάξι μου και να οδηγήσω για να ηρεμήσω. Να πάω να δω έναν άνθρωπο, να σώσω μια αγκαλιά («δώσω» έγραψα, αλλά ο κορέκτορας είχε άλλη άποψη. Καλά τα λέει, πεθαίνουν οι αγκαλιές τόσο καιρό αποθηκευμένες στο ντουλάπι), να πούμε δυο μαλακίες και να πιούμε άλλες τόσες.

Άντε, παιδιά. Να βγαίνουμε από την καραντίνα σιγά σιγά…


Menelaos Prokos

Improv Comedy Theatre educator – Artistic director of ImproVIBE

Greece